- διώξιππος
- δῐώξιππος, -ον1 chariot-driving
διωξίππου Κυράνας P. 9.4
δι]ωξιππ[, (supp. Lobel) Δ. 4e. 2. δαιτίκλυτ[ον] πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον ?fr. 333a. 8.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
διωξίππου Κυράνας P. 9.4
δι]ωξιππ[, (supp. Lobel) Δ. 4e. 2. δαιτίκλυτ[ον] πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον ?fr. 333a. 8.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Διώξιππος — horse driving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώξιππος — horse driving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώξιππος — (4ος 3ος αι. π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Έγραψε τα ακόλουθα έργα: Θησαυρός, Αντιπορνοβοσκός, Φιλάργυρος, Ιστοριογράφος και Διαδικαζόμενοι. * * * διώξιππος, ον (Α) αυτός που αναγκάζει το άλογο να τρέχει (έφιππος ή πάνω σε άρμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
διώξιππον — διώξιππος horse driving masc/fem acc sg διώξιππος horse driving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διωξίπποιο — Διώξιππος horse driving masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωξίπποιο — διώξιππος horse driving masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διωξίππου — Διώξιππος horse driving masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωξίππου — διώξιππος horse driving masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διωξίππῳ — Διώξιππος horse driving masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωξίππῳ — διώξιππος horse driving masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διώξιππον — Διώξιππος horse driving masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)